-
1 κίκκασος
Grammatical information: m.Meaning: ὀβόλου ὄνομα (Phot.)Other forms: Cf. κίκκασος ὁ ἐκ τῶν παραμηρίων ἱδρὼς ῥέων, καὶ βόλου ὄνομα H.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: DELG doubts the first gloss; and for the second compares κίγκασος (for which Fur. 281 refers to `spätgriechische Geminatenauflösung', Schwyzer KZ 61, 230).Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κίκκασος
-
2 κίκκασος
κίκκασος· ὀβολοῦ ὄνομα, Phot.; but ὁ ἐκ τῶν παραμηρίων ἱδρὼς ῥέων, καὶ βόλου ὄνομα, Hsch.; cf. κίγκασος. [full] κίκκη· συνουσία, κτλ., Id. [full] κικκίδαι· μινδῶνς.., Id. [full] κικκιλόνδις· παιδὸς ἀφόδευμα, Id. [full] κικκός· ἀλεκτρυών, κλέπτης, διαχώρησις, Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κίκκασος
См. также в других словарях:
κίκκασος — (Α) 1. (κατά τον Φώτ.) «ὀβολοῡ ὄνομα» 2. (κατά τον Ησύχ.) α) «ὁ ἐκ τῶν παραμηρίων ἱδρὼς ῥέων» ο δύσοσμος ιδρώτας από την εσωτερική πλευρά τών μηρών β) «βόλου ὄνομα» ονομασία ζαριάς, τεχνικός όρος τής κυβευτικής. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Σύμφωνα… … Dictionary of Greek
κίκκη — κίκκη, ἡ (Α) (Ησύχ.) 1. η συνουσία 2. η δυσοσμία τών γεννητικών οργάνων. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. σύνδεση με κίκκασος «ὁ ἐκ τῶν παραμηρίων ἱδρὼς ῥέων»] … Dictionary of Greek